- ολιβίνης
- Πυριτικό ορυκτό [(Mg,Fe)2SiO4] που κρυσταλλώνεται στη ρομβική ολοεδρία και αποτελείται από μια ισόμορφη παράμειξη φορστερίτη (Mg2SiO4) και φαϋαλίτη (Fe2SiO4). Έχει συνήθως χρώμα πράσινο (ελαιοπράσινο, φιαλοπράσινο, κιτρινοπράσινο ή, σπανιότερα καστανό λόγω οξείδωσης) και λάμψη υαλώδη. Το κρυσταλλικό σχήμα του ο. είναι ποικίλλο: στα πλουτώνια πετρώματα βρίσκεται άφθονος σε μορφή κόκκων με ανώμαλη επιφάνεια, ενώ στα ηφαιστειογενή οι κρύσταλλοι είναι έκλυτοι πρισματικοί ή παχυτραπεζώδεις. Αποτελεί κύριο συστατικό των βασικών εκρηξιγενών πετρωμάτων. Συναντάται επίσης ως πέτρωμα, του ολιβινίτη. Εξαλλοιώνεται εύκολα σε σερπεντίνη (ενώ ταυτόχρονα αποχωρίζεται ο σίδηρος με μορφή μαγνητίτη) και ακολούθως σε ακτινόλιθο, τάλκη κλπ. Οι κιτρινοπράσινοι διαφανείς κρύσταλλοι του (χρυσόλιθος) χρησιμοποιούνται ως ημιπολύτιμοι λίθοι.
Πέτρωμα που αποτελείται αποκλειστικά σχεδόν από ολιβίνη, όπως φαίνεται σε πολωτικό μικροσκόπιο.
Κατεργασμένοι χρυσόλιθοι: ο χρυσόλιθος είναι μια ποικιλία του ολιβίνη, κιτρινοπράσινη και διαφανής, που χρησιμοποιείται ως ημιπολύτιμος λίθος.
* * *ο(ορυκτ.) κάθε μέλος μιας ομάδας πολύ διαδεδομένων πυριτικών πετρογενετικών ορυκτών, τα οποία έχουν στενή σχέση μεταξύ τους από άποψη χημικών ιδιοτήτων και κρυσταλλικής δομής.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. olivine < γερμ. Olivin < γερμ. Olive «ελιά» < λατ. oliva «ελιά»].
Dictionary of Greek. 2013.